- ἀδιαπνευστία
- ἀδιαπνευστίᾱ , ἀδιαπνευστίαwant of perspirationfem nom/voc/acc dualἀδιαπνευστίᾱ , ἀδιαπνευστίαwant of perspirationfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀδιαπνευστίᾳ — ἀδιαπνευστίᾱͅ , ἀδιαπνευστία want of perspiration fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαπνευστία — ἀδιαπνευστία, η (Α) [ἀδιάπνευστος] έλλειψη ή αναστολή τής εφιδρώσεως … Dictionary of Greek
αδιαπνευστία — η (ιατρ.), έλλειψη εξάτμισης ή διαπνοής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαπνευστίας — ἀδιαπνευστίᾱς , ἀδιαπνευστία want of perspiration fem acc pl ἀδιαπνευστίᾱς , ἀδιαπνευστία want of perspiration fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαπνευστίαν — ἀδιαπνευστίᾱν , ἀδιαπνευστία want of perspiration fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαφόρηση — η η αδιαπνευστία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)